Εξισορροπώντας τα περιφερειακά της συμφέροντα με τις παγκόσμιες φιλοδοξίες, η Μεγάλη Βρετανία μετά το Brexit καλείται να ισορροπήσει σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ της δέσμευσής της στην Ευρώπη και των επενδύσεών της στον υπόλοιπο κόσμο. Tο νέο Integrated Review Refresh της κυβέρνησης Sunak βασίζεται στην Ολοκληρωμένη Ανασκόπηση του 2021, επιδιώκοντας να δώσει προτεραιότητα στo ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων χωρίς να περιοείσει την παρούσια της στον Ειρηνικό. ”Αυτή είναι η σωστή επιλογή”, υποστηρίζει ο Joshua Huminski, διευθυντής του Mike Rogers Center for Intelligence & Global Affairs.
Η πρόσφατα δημοσιευμένη Έκθεση Integrated Review Refresh (IRR) του Ηνωμένου Βασιλείου αντικατοπτρίζει τις πρόσφατες γεωπολιτικές τάσεις και στηρίζει την προσέγγιση του Λονδίνου απένταντι στον υπόλοιπο κόσμο. Ενώ υπάρχουν ανοιχτά ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα της κυβέρνησης να χρηματοδοτήσει πραγματικά τα σχέδιά της, κυρίως το IRR δημιουργεί μια ήδη ισχυρή βάση. Η πιο προφανής αλλαγή είναι η αλλαγή του τόνου, η εγκατάλειψη της υπερβολικών επιδιώξεων «Παγκόσμια Βρετανία» που βρέθηκε στην αρχική Ολοκληρωμένη Ανασκόπηση του 2021. Αυτή η νέα ανασκόπηση αντικατοπτρίζει το πιο ορθολογικό και πραγματολογικό τόνο του πρωθυπουργού Rishi Sunak. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να είναι ικανοποιημένη τόσο από τη ρεαλιστική αξιολόγηση του περιβάλλοντος ασφαλείας από το Λονδίνο, όσο και από την απάντηση του Λονδίνου στην προσαρμογή των τάσεων που εντοπίστηκαν το 2021.
Πράγματι, η Ουάσιγκτον παρακολουθούσε έντονα τη στάση του Λονδίνου σε δύο βασικούς τομείς – τον ευρωατλαντικό, ειδικά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον Ινδο-Ειρηνικό, στον οποίο τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο προσπάθησαν εδώ και καιρό να στρέψουν την προσοχή τους. Ειδικότερα, το κρίσιμο ερώτημα ήταν πώς η Βρετανία θα εξισορροπούσε και θα τροφοδοτούσε την θέση της σε αυτές τις δύο γεωστρατηγικές προκλήσεις. Η στρατηγική και πολιτική ευθυγράμμιση σε αυτά τα ζητήματα θα ενισχύσει την ήδη ισχυρή σχέση επιχειρησιακού επιπέδου μεταξύ μακροχρόνιων συμμάχων. Βλέποντας τη Ρωσία ως «οξεία απειλή» και την Κίνα ως μακροπρόθεσμο ”γεωπολιτικό ανταγωνιστή”, το IR του 2021 προέβλεψε με ακρίβεια το τοπίο, αλλά όχι τον χρόνο εκδήλωσης των πιθανών γεγονότων. Το νέο IRR σημειώνει «τον ρυθμό με τον οποίο αυτές οι τάσεις έχουν επιταχυνθεί τα τελευταία δύο χρόνια».
Το IRR ενσωματώνει σταθερά το Ηνωμένο Βασίλειο στην αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης – αν και όχι στην πολιτική του δομή, δεδομένης της αποχώρησης του Λονδίνου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με το IRR, ο ευρύτερος ευρωατλαντικός «παραμένει το πρωταρχικό θέατρο στο οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο θα δεσμεύσει την πλειονότητα των αμυντικών του δυνατοτήτων για την υποστήριξη της συλλογικής αποτροπής και άμυνας». Το Ηνωμένο Βασίλειο θα «διατηρήσει την ηγετική του θέση στο ΝΑΤΟ την επόμενη δεκαετία». Πιο συγκεκριμένα, το IRR δηλώνει ότι το Λονδίνο θα δεσεμύεσει το 2% του ετήσιου ΑΕΠ για την άμυνα ως ελάχιστον όριο, ενώ κινείται με στόχο να φτάσει το 3% του ΑΕΠ ετησίως. Διευκολυντηκές κινήσεις θα γίνουν και στο κομμάτι της εταιρικής φορολογίας ορισμένων επιχειρήσεων που ασχολούνται με την άμυνα και την ασφάλεια της χώρας, ενισχύοντας έτσι την συμμετοχή τους στον νέο ρόλο που καλείται να αναλάβει το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το IRR δεσμεύει την κυβέρνηση να δαπανήσει επιπλέον 5 δισεκατομμύρια £ (6,2 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ σε τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες) τα επόμενα δύο χρόνια, κυρίως για ”αναπλήρωση και αύξηση των αποθεμάτων μας και επενδύσεις στην ανθεκτικότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Συνεχίζει με βελτίωση παραγωγής υποδομών κατασκευής πυρομαχικών και τον συνεχή εκσυγχρονισμό του πυρηνικού οπλοστασίου, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων σε υποδομές, δεξιότητες και υποστήριξη σε υποβρύχια εν χρήσει”. Από αυτά, 3 δισεκατομμύρια στερλίνες (3,7 δισεκατομμύρια δολάρια) κατευθύνονται στο πυρηνικό οπλοστάσιο, με τις υπόλοιπες 2 δισεκατομμύρια στερλίνες (2,5 δισεκατομμύρια δολάρια) να δαπανώνται για την αναπλήρωση όπλων λαμβάνοντας υπόψη τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και τις συνακόλουθες δαπάνες για πυρομαχικά.
Η υποστήριξη του Λονδίνου στην Ουκρανία θα συνεχίσει να είναι κρίσιμη. Μέχρι στιγμής έχει παράσχει 2,3 δισεκατομμύρια στερλίνες (2,9 δισεκατομμύρια δολάρια) στην Ουκρανία σε στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια μεταξύ 2022 και 2023 και αναμένει να διατηρήσει αυτό το επίπεδο και το επόμενο έτος. Το Ηνωμένο Βασίλειο παρέχει αυξημένη εκπαίδευση στους στρατιώτες της Ουκρανίας και στέλνει 14 από τα κύρια άρματα μάχης Challenger II μαζί με 30 από τα αυτοκινούμενα οβιδοβόλα AS90 για να υποστηρίξουν τις επιθέσεις του Κιέβου. Η κατανάλωση πυρομαχικών από την Ουκρανία ξεπερνά την ικανότητα της βιομηχανικής βάσης της Δύσης να αντικαταστήσει το εξαντλημένο απόθεμα. Η Δύση εξοπλίζει έναν πρώην σοβιετικό στρατό και ουσιαστικά προσπαθεί να τον φέρει σε ένα πρότυπο του ΝΑΤΟ, κάτι που απαιτεί αλλαγή τακτικής και δόγματος. Επιπλέον, προσπαθεί να οπλίσει την Ουκρανία για έναν πόλεμο υψηλής έντασης στην Ευρώπη μετά από μια περίοδο 20 ετών κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και, σε μικρότερο βαθμό, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι άλλοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό για την καταπολέμηση της εξέγερσης στη Νοτιοδυτική Ασία.
Ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ξεκάθαρα δεσμευμένο να παρέχει στην Ουκρανία τακτικά και επιχειρησιακά μέσα για την άμυνά του, το τέλος της σύγκρουσης παραμένει ασαφές. Το IRR δηλώνει ότι η προτεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι «να υποστηρίξει την Ουκρανία για να επιβεβαιώσει εκ νέου την κυριαρχία της και να αρνηθεί στη Ρωσία οποιοδήποτε στρατηγικό όφελος από την εισβολή της».