Καθώς ο πόλεμος μαίνεται στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες λαμβάνουν διδάγματα με το βλέμμα προς μια πιθανή σύγκρουση με την Κίνα στην περιοχή της Νότιας οινικής Θάλασσας.
Η Κίνα παραμένει η μεγαλύτερη απειλή κατά των ΗΠΑ στο κβαντικά μεταβαλλόμενο Διεθνές Σύστημα. Αξιωματούχοι των ΗΠΑ ανέφεραν ότι το Πεκίνο θέλει να είναι έτοιμο να εισβάλει στο αυτοδιοικούμενο νησί της Ταϊβάν έως το 2027, ενώ οι ΗΠΑ παραμένουν ο κυριότερος σύμμαχος της Δημοκρατίας του Νησιού. Αν και υπάρχουν βασικές γεωγραφικές διαφορές στο θαλασσοχερσαίο περιβάλλον μάχης μεταξύ της Ουκρανίας και της Ταϊβάν, «υπάρχουν σαφείς παραλληλισμοί μεταξύ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και μιας πιθανής κινεζικής επίθεσης στην Ταϊβάν», αναφέρει έκθεση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών CSIS.
Αμέσως μετά τη διέλευση των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι άρχισαν να μεταφέρουν τεράστιες ποσότητες όπλων πέρα από τα σύνορα μέσω χωρών-εταίρων. Ωστόσο, η Ταϊβάν θα πρέπει να είναι πλήρως οπλισμένη εκ των προτέρων, διαπίστωσε το CSIS σε δεκάδες σενάρια πολέμου που έτρεξε για την έκθεσή του. «Το «μοντέλο της Ουκρανίας» δεν μπορεί να αναπαραχθεί στην Ταϊβάν επειδή η Κίνα μπορεί να απομονώσει το νησί για εβδομάδες ή και μήνες», διαπίστωσε η δικομματική, μη κερδοσκοπική οργάνωση έρευνας πολιτικής.
Ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ ανέφερε στο Associated Press ότι μια αμφίβια απόβαση θα ήταν η δυσκολότερη στρατιωτική επιχείρηση που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν. Η πιθανότητα απομόνωσης της Νήσου από κρούσεις μέσω βαλλιστικών πυραύλων θα αδρανοποιούσε πλήρως της διαδικασίες υποστήριξης της Ταϊβάν μέσω των Αλυσίδων Εφοδιασμού που την συνδέουν με τους συμμάχους της στην περιοχή. Η Ουκρανία ασκεί έντονη πίεση στην χρήση των αμυντικών αποθεμάτων των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Αποκάλυψε πως καμία δυτική χώρα δεν ήταν έτοιμη για μια μεγάλη συμβατική σύγκρουση με δυνητικούς εχθρούς.
«Έχουμε αδυναμίες τόσο στα αποθέματά μας όσο και στην παραγωγική μας ικανότητα», δήλωσε ο ανώτερος σύμβουλος του Διεθνούς Προγράμματος Ασφάλειας του CSIS Mark Cancian, συγγραφέας της έκθεσης της Ταϊβάν. «Σε μερικά μέρη, ιδιαίτερα τα πυρομαχικά πυροβολικού, δεν αρκούν». Η Ουκρανία χρησιμοποιεί έως και 7.000 βλήματα την ημέρα για να αμυνθεί και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα αποθέματα και τις παραδόσεις όπλων των Ηνωμένων Πολιτειών. Από την εισβολή της Ρωσίας και ύστερα, οι ΗΠΑ έχουν στείλει στην Ουκρανία εκατομμύρια φυσίγγια, συμπεριλαμβανομένων φορητών όπλων, βλημάτων πυροβολικού, 8.500 αντιαρματικά συστήματα Javelin, 1.600 αντιαεροπορικά συστήματα Stinger και 100.000 βλήματα αρμάτων μάχης 125 mm.
Η Ουκρανία διεξάγει έναν διαφορετικό τύπο πολέμου από αυτόν που πιθανότατα θα αντιμετώπιζαν οι ΗΠΑ με την Κίνα, δήλωσε ο Νταγκ Μπους, βοηθός γραμματέας του στρατού για έλεγχο όπλων. Μια μελλοντική σύγκρουση των ΗΠΑ πιθανότατα θα περιλαμβάνει πολύ περισσότερη χρήση αεροπορικής και ναυτικής ισχύος. Η Αμυντική Στρατηγική του Πενταγώνου αναφέρει ότι οι ΗΠΑ πρέπει να είναι σε θέση να διεξάγουν έναν πόλεμο αποτρέποντας έναν άλλο, αλλά σύμφωνα με την προαναφερθείσα μελέτη δεν φαίνεται να είναι ικανή η στήριξη δύο μετώπων κυρίως των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα και την βιομηχανική παραγωγή.
Ο Στρατός των ΗΠΑ συνεργάζεται με το Κογκρέσο για να αναλάβει εκτελεστική εξουσία με σκοπό να συνάπτει πολυετείς εξοπλιστικές συμβάσεις, έτσι ώστε οι εταιρείες να επενδύουν για να καλύψουν πιο μακροπρόθεσμες ανάγκες, ειδικά για τα συστήματα που αναφέρονται ως «η μεγάλη τετράδα» — πυραύλους Javelin, High Mobility Artillery Rocket System (HIMARS), πυρομαχικά Guided Multiple Launch Rocket System (GMLRS) και ρουκέτες 155 χιλιοστών. Ο Στρατός προσθέτει γραμμές παραγωγής για βλήματα πυροβολικού 155 χιλιοστών. Όλα αυτά θα χρειαστούν χρόνο. Η μελέτη του CSIS ανέφερε ότι μπορεί να χρειαστούν πέντε χρόνια ή περισσότερα για να αναπληρωθούν τα αποθέματα 155 mm, Javelin και Stinger των Ηνωμένων Πολιτειών.
«Τα καλά νέα νομίζω είναι ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία έχει αφυπνίσει τα κράτη αναφορικά με αυτές τις αδυναμίες. Τα κακά νέα είναι ότι θα χρειαστεί πολύς, πολύς χρόνος για να λυθούν αυτά τα προβλήματα, ακόμη κι αν υπάρχει μεγάλη πολιτική βούληση», δήλωσε ο Hal Brands, ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute.