Του Γεώργιου Σμαΐλη
Βιογραφικό Συντάκτη: Ο Γεώργιος Σμαΐλης είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (αγγλόφωνο) στην Ενέργεια: Στρατηγική, Δίκαιο και Οικονομικά της Ενέργειας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς (MSc in Energy: Strategy, Law and Economics in Department of International and European Studies in University of Piraeus). Έχει εργαστεί ως Εξωτερικός Συνεργάτης του Ελληνικού Ινστιτούτου Πολιτιστικής Διπλωματίας και στο Εργαστήριο Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και Πολιτικής.
ΑΝΑΛΥΣΗ
Η μεταψυχροπολεμική παγκοσμιοποίηση της αμερικανικής επιρροής και η σταδιακή ύφανση ενός πλέγματος συνδεόμενων εταίρων με την Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει ενδογενείς και εξωγενείς κλυδωνισμούς εντός της νέας δεκαετίας του 21ου αιώνα. Οι ιδεολογικοί και μιντιακοί διαμορφωτές γνώμης, το δαιδαλώδες κατεστημένο πολιτικής εξουσίας, καθώς και οι ασύγκριτα με κάθε άλλη φάση της Οικονομικής Ιστορίας νέοι εταιρικοί δρώντες του χρήματος και της τεχνολογίας, ίσως να παρατηρούν έκθαμβοι το σύστημα που ευνόησαν και τους ευνόησε, σήμερα να ταλαντεύεται. Η «Παγκόσμια Αμερική» κινδυνεύει να μην είναι πλέον «παγκόσμια».
Η επιτυχία μίας επιχειρούμενης πολιτικο-στρατιωτικής, άρα αξιακής ηγεμονίας από μέρους μίας Πυρηνικής και Νομισματικής Υπερδύναμης, όπως οι Η.Π.Α., θα κριθεί από τη «σιγή» που θα τηρήσουν οι «αντίπαλοί» της. Μέχρι να σπάσει η σιγή, η εν λόγω Υπερδύναμη απολαμβάνει τα οφέλη ενός «Γεωπολιτικού Μονοπωλίου». Το καθεστώς της, όμως, σήμερα αμφισβητείται από μέχρι πρότινος ηττημένους ή μέχρι πρότινος συνεταίρους. Ο λόγος περί της Ρωσίας και της Κίνας, αντιστοίχως.
Η στρατιωτική και οικονομική αφαίμαξη με την κούρσα εξοπλισμών και «πολέμου των άστρων» έναντι της Ε.Σ.Σ.Δ/Ρωσίας τής στοίχισε μία δεκαετία διεθνούς ατίμωσης (1991-2000), αλλά το Κρεμλίνο στην κατοπινή 20ετία θα αναμορφώσει τις κατεστημένες αντιλήψεις, έως και διεθνές σύστημα. Ο επενδυτικός και εμπορικός εναγκαλισμός της Κίνας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 τής προσέφερε τεχνογνωσία για να απεκδυθεί του ρόλου του «πελάτη» και «συναρμολογητή προϊόντων».
Οι πολιτικοί, ιδεολογικοί και οικονομικοί νευρώνες του δικτύου της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας δυσκολεύονται να αποφανθούν αν θα ομονοήσουν με τη νέα πραγματικότητα ή αν θα προβούν σε αντιπαράθεση, ενώ σε ένα παράλληλο γεωοικονομικό σύμπαν η Ρωσία και η Κίνα συναρθρώνουν έναν αντιδυτικό συνασπισμό νομισματικής, τεχνολογικής και ιδεολογικής φύσεως, τις BRICS+ (από 01/01/2024 αναμένεται η ένταξη και άλλων μεγάλων κρατών, π.χ. Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, Ιράν, κλπ.).
Στην αγγλοσαξονική Δύση, η επιλογή είναι αυτή της αντιπαράθεσης με αυτόν τον συνασπισμό. Η μέχρις εσχάτων άμυνα των κεκτημένων του 1989/91. Ορισμένοι θα τόνιζαν τη νομισματικά/εμπορικά κομβική χρονιά του 1944, όπου η φράση «BrettonWoods» είναι πλέον σκονισμένη στις οικονομικές σχολές. Η πολύπλοκη στρατιωτική υπόθεση της Ουκρανίας, που επαναφέρθηκε στον διεθνή καμβά ξανά τον Δεκέμβριο 2021 με κορύφωση τον Φεβρουάριο 2022, επιταχύνει τη σοβαρότητα με την οποίαν οι δυτικοί μηχανισμοί πολιτικής και οικονομίας μελετούν τους «εκκωφαντικούς ανταγωνιστές» εξ Ανατολών. Στη συγκεκριμένη φάση, κρίσιμο υλικό για την όξυνση της σοβαρότητας είναι το λεγόμενο «στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα» των Η.Π.Α.
O όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Πρόεδρο D. Eisenhower στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του τη 17ηΙανουαρίου 1961 (“military-industrial complex”) και περιγράφει την τριγωνική αλληλοσυσχέτιση συμφερόντων της στρατιωτικής βιομηχανίας με την εκτελεστική/νομοθετική εξουσία, αλλά και τη στρατιωτική γραφειοκρατία του Πενταγώνου (ΥΠ.ΑΜ.). Στόχος αυτής της ανεπίσημης «διαβούλευσης ισχύος» είναι η προώθηση μίας εξωτερικής πολιτικής και αμυντικής (ή και επιθετικής) στρατηγικής που να οδηγεί σε υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες και πολιτική πυγμής στους ανταγωνιστές, αποφέροντας κολοσσιαία έσοδα στις εν λόγω εταιρείες και αύξηση του αποτυπώματος επιρροής τους στα κέντρα εξουσίας της Ουάσιγκτον (βλ. «Καπιταλισμός του Πενταγώνου»), όπως φαίνεται και στο διάγραμμα 1.
Οι κορυφαίες στρατιωτικές βιομηχανίες των Η.Π.Α., διαχρονικά, αποτελούσαν κινητήριο μοχλό για την διάρθρωση της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας και των αμυντικών προϋπολογισμών κάθε Διοίκησης μέσω lobbying, χρηματοδοτήσεων (η χρηματοδοτική υποστήριξη προς υποψηφίους βουλευτές και των δύο μεγάλων κομμάτων έφτασε στα 33.049.449 $ εν έτει 2022) και παροχής συμβουλευτικών και γνωσιακών πληροφοριών προς τους Λήπτες Αποφάσεων. Παρατηρούμε ότι το συντριπτικό μερίδιο των μετοχικών πακέτων (περίπου το 80% κάθε μίας) των 5 κορυφαίων εταιρειών κατέχεται από τα μεγαλύτερα επενδυτικά ταμεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και τράπεζες με παγκόσμια εμβέλεια και σοβαρή πολιτική επιρροή, όπως State Street, BlackRock, Vanguard, Fidelity. Σε επίρρωση αυτών, το διάγραμμα 3 μαρτυρά τα υψηλά κέρδη μέσω κοινοπραξιών που έχουν απολαύσει οι μεγάλες εταιρείες του χώρου της άμυνας εν μέσω του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας το 2022-23.
Οι πέντε μεγαλύτερες στρατιωτικές βιομηχανίες – Lockheed Martin, Northrop Grumman, General Dynamics, Boeing καιRaytheon Technologies – έχουν τους ίδιους σχεδόν μεγαλομετόχους, οι οποίοι, επιπλέον, τους ασκούν πιέσεις για ψηφιοποίησηκαι μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος (βλ. green shareholder activism). Επιπλέον, πολλά μέλη των Δ.Σ. τους έχουν υπηρετήσει σε διευθυντικές θέσεις μεταξύ αυτών των 5 εταιρειών («διασυνδεόμενα διευθυντήρια»), αλλά και σε άλλες μεγάλες πολυεθνικές, ενώ κάποια προέρχονται από τις Ένοπλες Δυνάμεις και την πολιτική. Επομένως, παρατηρούνται έντονα φαινόμενα «περιστρεφόμενων θυρών» (“revolving doors”) μεταξύ της τριγωνικής σχέσης πολιτικής, Πενταγώνου και επιχειρήσεων με αποτέλεσμα τη δημιουργία θολής διαφάνειας στη σύναψη συμβολαίων.
Άλλωστε, το επίσημο lobby της αμυντικής βιομηχανίας, η National Defense Industrial Association (NDIA), διατηρεί ανεμπόδιστη πρόσβαση τόσο στην πολιτική ηγεσία, όσο και τη στρατιωτική/υπαλληλική γραφειοκρατία, καθώς και στις πιο γνωστές δεξαμενές σκέψης και παραγωγής συμβουλευτικής εμπειρογνωμοσύνης (think tanks), π.χ. οι RAND Corporation, Carnegie Endowment, CFR, CSIS, Atlantic Council, Brookings, όπως φαίνονται στο διάγραμμα 4.
Η εμπεριστατωμένη ανατομία της διεθνούς συμπεριφοράς του κράτους οφείλει να εφάπτεται και στην ανίχνευση των διεργασιών στις εσωτερικές δομές, καθώς και την αλληλεπίδραση των συντελεστών επιρροής μεταξύ τους. Η θεωρητική αυτή αφετηρία ταιριάζει απόλυτα στην αμερικανική πολιτική, όπου ένα αρχιπέλαγος συμφερόντων, υπηρεσιών και διαδικασιών συν-διαμορφώνει τις τελικές αποφάσεις, όπως γίνεται στο αμερικανικό Πεντάγωνο. Άλλωστε, η ευρύτατη διοικητική αποκέντρωση επιτρέπει την ανάδυση ποικίλων ομάδων συμφερόντων εντός των πολυδαίδαλων γραφειοκρατικών μηχανισμών που, συχνά, προωθούν και ιδιοτελείς ατζέντες (“bureaucratic politics”). Τέλος, η συμπερίληψη των οικονομικών δεδομένων (εταιρική ισχύς) κρίνεται αναγκαία για τη βέλτιστη κατανόηση μίας γεωπολιτικής εξίσωσης, όπως αυτής της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης ή ευρύτερα ΝΑΤΟ και υπό συσπείρωση Ευρασίας.