Xωριανόπουλος Άγγελος
Η σταδιακή στροφή της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ (SOCOM) προς την ενσωμάτωση εξειδικευμένων ανιχνευτών ραδιοεκπομπών σε περιεφερόμενα πυρομαχικά, κοινώς γνωστά ως μη επανδρωμένα αεροσκάφη καμικάζι, είναι μια τακτική απάντηση στις αναπτυσσόμενες δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου ομόλογων αντιπάλων όπως η Κίνα και η Ρωσία. Αναγνωρίζοντας πως τα περιφερόμενα πυρομαχικά μπορούν να αναλάβουν τόσο επιχειρήσεις ISR όσο και επιχειρήσεις κρούσεων ακριβείας μεγάλου βεληνεκούς, η πρωτοβουλία της SOCOM για τους ανιχνευτές ηλεκτρονικών αντιμέτρων (Counter-Electronic Countermeasure Seekers CECMS) αποσκοπεί στην προστασία κρίσιμων καναλιών επικοινωνίας και πλοήγησης από ηλεκτρονικές επιθέσεις ξένων δυνάμεων.
Η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει τη μεταμόρφωση των στρατιωτικών δογμάτων, όπου οι ειδικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ αναπροσαρμόζονται από την παραδοσιακή τους εστίαση στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των εξεγέρσεων και οδηγούνται στην αντιμετώπιση της πολυπλοκότητας των σεναρίων συγκρούσεων υψηλής και υπερυψηλής κλίμακας. Σε τέτοια περιβάλλοντα, η ικανότητα να επιχειρούν υπό συνθήκες ηλεκτρονικών παρεμβολών, χρησιμοποιώντας πυρομαχικά που μπορούν να αντισταθούν και να εξουδετερώσουν επιχειρήσεις ηλεκτρονικού πολέμου του εχθρού, καθίσταται υψίστης σημασίας. Το ενδιαφέρον της SOCOM πηγαίνει προς μικρότερες και φορητές λύσεις που θα χρησιμοποιούνται από προωθημένα τακτικά κλιμάκια των αμερικανικών δυνάμεων και θα βρίσκονται διάσπαρτα στο πεδίο της μάχης.
Οι προκηρύξεις συμβάσεων που κυκλοφόρησαν δείχνουν τις απαιτήσεις της SOCOM για πυρομαχικά που μπορούν να διατηρήσουν την επιχειρησιακή τους αποτελεσματικότητα παρά τις προσπάθειες των αντιπάλων να αδρανοποιήσουν το GPS και τις δέσμες επικοινωνίας. Η προβλεπόμενη τεχνολογία CECMS θα επιτρέψει στις αμερικανικές δυνάμεις να προσαρμοστούν στις τακτικές “παρεμβολής και επίθεσης” των αντιπάλων, οι οποίοι μπορούν να αξιοποιήσουν τη μαζική ανάπτυξη δυνάμεων υπό την προστασία των ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών για να προετοιμαστούν κρούσεις ακριβείας.
Η προβλεπόμενη από την SOCOM εφαρμογή του CECMS σε πλατφόρμες όπως τα περιφερόμενα πυρομαχικά Uvision Hero-120 και Altius-700 αποτελεί μια πρωτοποριακή προσέγγιση για χρήση από τακτικά κλιμάκια. Τα συστήματα αυτά θα μπορούσαν δυνητικά να παρέχουν στις δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων ένα διακριτικό αλλά ισχυρό εργαλείο για την εξουδετέρωση των εχθρικών συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου. Η ολισθική μεταβολή αυτή υπογραμμίζεται και από την παρακάτω τοποθέτηση.
Η προώθηση αυτής της νέας κατηγορίας πυρομαχικών οπού παρακάμπτουν ηλεκτρομαγνητικές εκπομπές με CECMS αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη μετάλλαξη η οποία ήρθε στο προσκήνιο μετά τον Ρώσο-ουκρανικό πόλεμο. Ενισχύοντας την ικανότητα του αμερικανικού στρατού να αντιμετωπίζει και να εξουδετερώνει με ακρίβεια τα εχθρικά μέσα ηλεκτρονικού πολέμου, η SOCOM όχι μόνο αντιμετωπίζει τις τρέχουσες επιχειρησιακές προκλήσεις αλλά και προετοιμάζεται για μελλοντικά τοπία συγκρούσεων όπου οι δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου θα είναι πιθανώς καθοριστικοί παράγοντες έκβασης της σύγκρουσης.
Η Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία φαίνεται να χρησιμοποιεί ανιχνευτή ραδιοσυχνοτήτων αρκετά μικρού μεγέθους για τη βόμβα μικρής διαμέτρου GBU-39/B, γεγονός που προαναγγέλλει μια σημαντική πρόοδο στα πυρομαχικά ακριβείας. Αυτή η ικανότητα “home-on-GPS-jam” ευθυγραμμίζεται με το αναδυόμενο ενδιαφέρον της SOCOM για την ενίσχυση των πυρομαχικών ώστε να αντιμετωπίζονται εξελιγμένες τεχνικές ηλεκτρονικού πολέμου όπως η παρεμβολή και η αλλοίωση σήματος. Τέτοιες εξελίξεις είναι ζωτικής σημασίας δεδομένης της εξάρτησης από το GPS για τα στρατιωτικά συστήματα πλοήγησης και καθοδήγησης, τα οποία εχθρικές δυνάμεις στοχεύουν να διαταράξουν.
Η Ρωσία και η Κίνα έχουν επενδύσει σημαντικά στον ηλεκτρονικό πόλεμο, επιδιώκοντας να αντισταθμίσουν την τεχνολογική υπεροχή των δυτικών στρατών. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια κούρσα εξοπλισμών στις δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου, με τα δύο έθνη να αναβαθμίζουν σημαντικά τα οπλοστάσιά τους στον τομέα αυτό.
Η δικτυοκεντρική λειτουργία μη επανδρωμένων αεροσκαφών “κυνηγών” που είναι εξοπλισμένα με κιτ ESM και συνεργάζονται με μη επανδρωμένα αεροσκάφη που φέρουν ανιχνευτές ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών γίνεται όλο και πιο σημαντική. Αυτή η δικτυοκεντρική προσέγγιση μπορεί να παρέχει ολοκληρωμένες δυνατότητες επιτήρησης και κρούσης κατά μιας σειράς ηλεκτρονικών απειλών.
Η στρατηγική της SOCOM να αναπτύσσει προληπτικά περιφερόμενα πυρομαχικά για να εξουδετερώνουν τις προσπάθειες παρεμβολής του εχθρού αναδεικνύει τα εξελισσόμενα δόγματα στον ηλεκτρονικό πόλεμο. Αυτές οι τακτικές όχι μόνο εξουδετερώνουν τις απειλές αλλά δημιουργούν επίσης μια προστατευτική ”φούσκα” (Bubble) για τις φίλιες επιχειρήσεις, διασφαλίζοντας ότι τα συστήματα διοίκησης και ελέγχου παραμένουν λειτουργικά.
Συμπέρασμα
Ταπεινή γνώμη του γράφοντος είναι πως η Διοίκηση Ειδικού Πολέμου ΔΕΠ θα μπορούσε να συμπεριλάβει αυτές τις επιχειρησιακές εξελίξεις στις διαδικασίες προμήθειας περιφερόμενων πυρομαχικών. Είναι σημαντικό να καταδείξουμε πως δημιουργούνται έτσι αποκεντρωμένοι αυτόνομοι τακτικoί θύλακες των Ειδικών Δυνάμεων εντός του πεδίου επιχειρήσεων. Η προμήθεια τέτοιων συστημάτων θα πρέπει να περιλαμβάνει και ορισμένα κιτ αντιμετώπισης ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών από τουρκικά συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου τα οποία βρίσκονται και εντός φρεγατών. Να υπενθυμίσουμε πως η τουρκική αμυντική βιομηχανία χρησιμοποιεί και κινητά συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου για αντιμετώπιση εχθρικών επιθέσεων από μία επανδρωμένα μέσα αμφιβόλου ποιότητας.