Xωριανόπουλος Άγγελος
Ο Υπουργός Αεροπορίας Φρανκ Κένταλ εξέδωσε προειδοποίηση για πιθανές καθυστερήσεις στο έργο του Πενταγώνου για το μη επανδρωμένο αεροσκάφος, γνωστό ως Collaborative Combat Aircraft (CCA). Η πρόοδος του έργου κινδυνεύει από την αβεβαιότητα της έγκρισης του προϋπολογισμού από το Κογκρέσο. Εάν το Κογκρέσο δεν καταφέρει να ψηφίσει τον πλήρη προϋπολογισμό μέχρι την προθεσμία της 2ας Φεβρουαρίου και καταφύγει σε ένα ψήφισμα συνέχισης, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική καθυστέρηση, ενδεχομένως έως και ένα έτος, στην διαδικασία ανάπτυξης του Loyal Wingman.
Το CCA, που ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την εξισορρόπηση της αεροπορικής ισχύος των ΗΠΑ έναντι των κινεζικών στρατιωτικών εξελίξεων, ιδίως όσον αφορά την Ταϊβάν. Αυτό το μη επανδρωμένο σύστημα, το οποίο προβλέπεται να λειτουργεί σε συντονισμό με επανδρωμένα αεροσκάφη υπό ανθρώπινη επίβλεψη, στοχεύει να αποτελέσει μια οικονομικά αποδοτική εναλλακτική λύση στα σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη. Ωστόσο, η πρόοδος του έργου είναι στενά συνδεδεμένη με τον προϋπολογισμό του οικονομικού έτους 2024, με την Πολεμική Αεροπορία να έχει ζητήσει 392 εκατομμύρια δολάρια.
Η δέσμευση του Kendall στο έργο αυτό υποστηρίζεται από τις εξελίξεις σε συναφή προγράμματα όπως το ACES της DARPA, το SkyBorg της Πολεμικής Αεροπορίας και το πρόγραμμα Loyal Wingman της Boeing με την Αυστραλία. Παρά τις πρώτες πρωτοβουλίες, η συνέχιση του έργου εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από τη χρηματοδότηση του 2024, αντανακλώντας έναν ευρύτερο αγώνα για τεχνολογική υπεροχή, ιδίως έναντι της Κίνας.
Πιθανή ελληνική συμμετοχή στο πρόγραμμα Loyal Wingman
Η ενσωμάτωση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στο πρόγραμμα Loyal Wingman θα μπορούσε να αποφέρει πολλαπλά στρατηγικά και οικονομικά οφέλη στο Ελληνικό κράτος. Η συνεργασία θα προσέφερε την ευκαιρία στην Ελλάδα να προωθήσει τις τεχνολογικές της δυνατότητες στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και των μη επανδρωμένων συστημάτων, ευθυγραμμιζόμενη με τις παγκόσμιες τάσεις στην αμυντική τεχνολογία. Η συμμετοχή στο πρόγραμμα δεν θα ενίσχυε μόνο τις αμυντικές ικανότητες της Ελλάδας, αλλά θα ενίσχυε επίσης τη θέση της ως βασικού κατασκευαστή στρατηγικών προγραμμάτων χωρών μελών του ΝΑΤΟ, με δυαντότητες μεταφοράς τεχνογνωσίας.
Η συμμετοχή στο πρόγραμμα Loyal Wingman θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει θέσεις εργασίας υψηλής τεχνολογίας, ενθαρρύνοντας την εγχώρια έρευνα και ανάπτυξη. Μια τέτοια εταιρική σχέση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεταφορά τεχνογωνσίας, προσφέροντας στην Ελλάδα ένα μονοπάτι για τον εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών της μέσων και τη δυνητική είσοδο σε νέες αγορές της Ανατολικής Ασίας.
Επιπλέον, η συνεργασία θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως διπλωματικός μοχλός πίεσης, ενισχύοντας τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας και τους διμερείς δεσμούς της με βασικούς συμμάχους, ιδίως τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία. Θα καταδείκνυε επίσης τη δέσμευση της Ελλάδας να συμβάλει στις προσπάθειες συλλογικής ασφάλειας, ιδίως στην ολοένα και πιο τεταμένη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Συμπέρασμα
Ταπεινή γνώμη του γράφοντος είναι πως θα μπορούσε να ιδρυθεί μία γραμμή παραγωγής ορισμένων υποσυστημάτων του μη επανδρωμένου μαχητικού έτσι ώστε να πλαισιώσει το δίκτυο μάχης υπό το οποίο λειτουργεί αποτελεσματικά το F-35A και το Rafale F5. Ελληνικές εταιρείες θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στην κατασκευή των ζεύξεων δεδομένων, στην μεταφορά σπάνιων γαιών για τα υψηλής τεχνολογικής ακριβείας μέρη του μη επανδρωμένου αεροσκάφους αλλά και στην δοκιμή ορισμένων εκ των ικανοτήτων του.
Tο πρόγραμμα αυτό καθαυτό καταδεικνύει στον μέγιστο βαθμό ότι η Eλληνική Πολεμική Αεροπορία οφείλει να εισηγηθεί της δημιουργίας ευπροσάρμοστων δικτύων μάχης όπου μη επανδρωμένα μέσα και επανδρωμένες πλατφόρμες θα συνεργάζονται μεταξύ τους σε ζωντανό χρόνο στο πλαίσιο διεξαγωγής δίκτυο κεντρικών επιχειρήσεων. Η τεχνολογία πλέον καθιστά εφικτή την δημιουργία ενός κοινού στρατιωτικού μοντέλου διαχείρισης του ελληνικού και του κυπριακού στρατού.