Χωριανόπουλος Άγγελος
Η απόφαση του Στρατού των ΗΠΑ να τερματίσει το πρόγραμμα Mελλοντικών Eπιθετικών Aναγνωριστικών Aεροσκαφών Eπόμενης Γενιάς (FARA) σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στην αεροπορική στρατηγική των Νατοϊκών Στρατευμάτων, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την πορεία των μακροπρόθεσμων αεροπορικών σχεδίων. Η ακύρωση αυτή, παράλληλα με την παύση της παραγωγής των UH-60 V Black Hawk το οικονομικό έτος 2025 λόγω της κλιμάκωσης του κόστους, υπογραμμίζει μια συνολική αναθεώρηση του στόλου αερομεταφορών του Στρατού. Επιπλέον, η απόφαση να παραμείνει το πρόγραμμα βελτιωμένων στροβιλοκινητήρων (ITEP) της General Electric σε φάση ανάπτυξης και να καταργηθούν σταδιακά τα μη επανδρωμένα εναέρια συστήματα Shadow και Raven αναδεικνύει περαιτέρω το μέγεθος αυτής της στρατηγικής αναπροσαρμογής.
Η ακύρωση του FARA, η οποία πραγματοποιείται δύο δεκαετίες μετά την εγκατάλειψη του RAH-66 Comanche και σχεδόν 16 χρόνια μετά τον τερματισμό των προγραμμάτων ARH-70A Arapaho, αντανακλά μια επαναλαμβανόμενη τάση στην επιδίωξη του Στρατού να βρει διάδοχο του ελικοπτέρου Kiowa. Κεντρικό ρόλο στην απόφαση αυτή παίζει η εξελισσόμενη φύση του σύγχρονου πολέμου, όπως τονίζεται από τους ηγέτες του Στρατού. Οι γνώσεις που αποκτήθηκαν από τις παγκόσμιες ζώνες συγκρούσεων, ιδίως την Ουκρανία, υπογραμμίζουν τη μεταμόρφωση της εναέριας αναγνώρισης, γεγονός που καθιστά αναγκαία την αναπροσαρμογή των στρατηγικών προτεραιοτήτων δίνοντας έμφαση σε μη επανδρωμένα μέσα και όχι σε πολυέξοδες επανδρωμένες πλατφόρμες μάχης πολλαπλών ρόλων.
«Μαθαίνουμε από τα πεδία μαχών -ειδικά στην Ουκρανία- και η εναέρια αναγνώριση έχει θεμελιωδώς αλλάξει» δήλωσε χθες ο Α/ΓΕΣ των ΗΠΑ, Στρατηγός Randy George, ανακοινώνοντας επισήμως τον τερματισμό του προγράμματος Future Attack Reconnaissance Aircraft (FARA)
Ενώ η προσδοκία της βιομηχανίας για την αντικατάσταση του Kiowa ήταν αισθητή, η απόφαση για τον τερματισμό του FARA ευθυγραμμίζεται με την επιτακτική ανάγκη να διατεθούν πόροι προς μη επανδρωμένα συστήματα, η οποία διαμορφώνεται τόσο από τις επιχειρησιακές απαιτήσεις όσο και από δημοσιονομικές εκτιμήσεις. Το εξελισσόμενο τοπίο των απειλών, που χαρακτηρίζεται από την πανταχού παρουσία και την οικονομική προσιτότητα των μη επανδρωμένων συστημάτων, οδήγησε σε επαναξιολόγηση των επανδρωμένων αναγνωριστικών πλατφορμών. Η μετατόπιση αυτή υπογραμμίζει τη δέσμευση του Στρατού να επενδύσει σε προηγμένες και φθηνές ικανότητες που ευθυγραμμίζονται με τα εξελισσόμενα περιγράμματα του σύγχρονου πολέμου.
Βλέποντας τις μελλοντικές τάσεις, η στροφή του Στρατού προς τα μη επανδρωμένα συστήματα υπογραμμίζει τη στρατηγική επιταγή για την αποτελεσματική ενσωμάτωση ρομποτικών συστημάτων τα οποία επιχειρούν συνεργατικά με τα τακτικά κλιμάκια. Η σταδιακή μετάβαση προς τα μελλοντικά τακτικά μη επανδρωμένα συστήματα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη βληματοκεντρικών ικανοτήτων κρούσης ακριβείας μέσω ημι-αυτόνομων βλημάτων, υπογραμμίζει την εμπροσθοβαρή προσέγγιση της υπηρεσίας για την ενίσχυση των δυνατοτήτων και την επιχειρησιακή ετοιμότητα σε κάθε πεδίο σύγκρουσης.
Στον απόηχο αυτών των αποφάσεων, οι βιομηχανικές συνεργασίες του Στρατού και η σταθερότητα του εργατικού δυναμικού αναδεικνύονται σε κρίσιμα ζητήματα. Οι προσπάθειες για την προστασία της βιομηχανικής βάσης των αερομεταφορών, σε συνδυασμό με τις στρατηγικές επενδύσεις σε βασικά προγράμματα αερομεταφορών, υπογραμμίζουν τη δέσμευση της υπηρεσίας για την προώθηση της συνεργασίας με τους βιομηχανικούς εταίρους. Ωστόσο, οι επιπτώσεις αυτών των αποφάσεων είναι πιθανό να προκαλέσουν έλεγχο από τα ενδιαφερόμενα μέρη, υπογραμμίζοντας την επιτακτική ανάγκη για διαφανή επικοινωνία και στρατηγική ευθυγράμμιση μεταξύ του Στρατού, του Κογκρέσου και των ενδιαφερόμενων μερών της βιομηχανίας.