Η Αφροδίτη Λατινοπούλου, πρόεδρος της «Φωνής της Λογικής», βρέθηκε στο επίκεντρο σφοδρής τουρκικής αντίδρασης μετά τις δηλώσεις της για τη Γενοκτονία των Ποντίων και τα 353.000 θύματα της τουρκικής βίας. Η δήλωσή της ότι «το τουρκικό κράτος ουδέποτε ζήτησε συγγνώμη, ουδέποτε μετανόησε και συνεχίζει να απειλεί την εθνική μας κυριαρχία» προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Άγκυρας. Ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στην Ε.Ε., πρέσβης Φαρούκ Καϊμακτσί, απέστειλε εκτενή επιστολή στην ίδια, επιχειρώντας να ανασκευάσει την ιστορική πραγματικότητα και να παρουσιάσει την Ελλάδα ως επιτιθέμενη δύναμη κατά την περίοδο 1919–1922.
Η επιστολή αποτελεί ένα εκτενές πολιτικό και ιστορικό ”μανιφέστο” υπέρ των τουρκικών θέσεων, όπου γίνεται λόγος για «εισβολή του ελληνικού στρατού», «τοπικές ελληνικές τρομοκρατικές ομάδες», και «θηριωδίες Ελλήνων ανταρτών» στον Πόντο και την Ανατολία.
Ο Τούρκος πρέσβης επικαλείται μάλιστα το άρθρο 59 της Συνθήκης της Λωζάννης, ισχυριζόμενος ότι η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει αποζημιώσεις για εγκλήματα πολέμου – ισχυρισμός που δεν υφίσταται στην πραγματική νομική διάταξη της Συνθήκης. Μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζει τη γενοκτονία των Ποντίων «θρασύτατη και ανυπόστατη κατηγορία», αποδίδοντας το ελληνικό εγχείρημα σε «εθνοτική εκκαθάριση με σκοπό τη δημιουργία Ποντιακού κράτους».
Η επιστολή του Καϊμακτσί, με έντονο ρητορικό και προπαγανδιστικό ύφος, επιχειρεί να υπονομεύσει τη διεθνή αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας και να θέσει το ζήτημα σε πλαίσιο «πολιτικής εργαλειοποίησης» από την Ελλάδα. Ο Τούρκος διπλωμάτης φτάνει στο σημείο να κατηγορήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για «στενόμυαλες λαϊκιστικές ατζέντες», υπονοώντας ότι οι δηλώσεις ευρωβουλευτών στρεβλώνουν την ιστορική αλήθεια για εσωτερική κατανάλωση.
Η επιστολή επικαλείται επιλεκτικά την υποψηφιότητα του Κεμάλ Ατατούρκ για Νόμπελ Ειρήνης το 1934 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, χρησιμοποιώντας την ως επιχείρημα για να εξουδετερώσει κάθε σύγχρονη διεκδίκηση ιστορικής δικαίωσης από τον Ποντιακό Ελληνισμό. Κάνει επίσης ρητή αναφορά στη Σύμβαση του 1948 για τη Γενοκτονία, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι δεν πληρούνται τα νομικά κριτήρια για να αναγνωριστούν τα γεγονότα ως γενοκτονία, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρξε ποτέ σχετική απόφαση διεθνούς δικαστηρίου.
Η παρέμβαση της Άγκυρας αποτελεί πολιτική απεικόνιση του τουρκικού αναθεωρητισμού, όπως αυτός εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, αποτυπώνει τον στρατηγικό εκνευρισμό της Τουρκίας απέναντι σε κάθε φωνή που διατηρεί ζωντανή τη συλλογική μνήμη των ελληνοχριστιανικών πληθυσμών που εκτοπίστηκαν, σφαγιάστηκαν ή εξορίστηκαν από τις περιοχές του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Ιωνίας.
Η επιστολή δεν απευθύνεται μόνο στην κ. Λατινοπούλου, αλλά συνολικά στον ευρωπαϊκό χώρο και κυρίως στις πολιτικές δυνάμεις που αναδεικνύουν ζητήματα γενοκτονιών και εθνοκάθαρσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική διπλωματία καλείται να αναβαθμίσει το αίτημα διεθνούς αναγνώρισης της Ποντιακής Γενοκτονίας και να υπερασπιστεί την εθνική ιστορική αφήγηση με θεσμικά, τεκμηριωμένα και διεθνώς κατανοητά επιχειρήματα.
Αναλυτικά στην επιστολή που απέστειλε ο Τούρκος πρέσβυς αναφέρει:
«Αξιότιμο Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
Σας γράφω για να εκφράσω την απογοήτευσή μας για τις δηλώσεις σας που αποσκοπούσαν στην διαστρέβλωση ιστορικών γεγονότων σχετικά με τον Τουρκικό Πόλεμο Ανεξαρτησίας για εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς, και να μοιραστώ ορισμένα γεγονότα για εκείνη την περίοδο, αν ενδιαφέρεστε να αντιμετωπίσετε την αλήθεια.
Η λεγόμενη “Γενοκτονία των Ποντίων Ελλήνων” είναι μια θρασύτατη κατηγορία που δεν έχει καμία βάση ούτε στην ιστορία ούτε στο διεθνές δίκαιο. Όπως πρέπει να γνωρίζετε καλά, ο ελληνικός στρατός προέβη στην εισβολή στη δυτική Ανατολία, εκμεταλλευόμενος την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξεκινώντας από τις 15 Μαΐου 1919 με την υποκίνηση και την ενεργό υποστήριξη των δυνάμεων της Αντάντ, και τοπικές ελληνικές ομάδες τρομοκρατίας και αντάρτικα στρατεύματα, που σχηματίστηκαν, προκλήθηκαν και οπλίστηκαν από την Ελλάδα και τις δυνάμεις της Αντάντ, ξεκίνησαν μια αποτρόπαια εκστρατεία εθνοκάθαρσης ενάντια στον τουρκικό πολιτικό πληθυσμό στην περιοχή της τουρκικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας με σκοπό τη δημιουργία ενός εθνοτικού “Ποντιακού-Ελληνικού κράτους”. Κατά την διάρκεια της εισβολής που διήρκεσε μέχρι την θριαμβευτική νίκη των τουρκικών δυνάμεων στα τέλη του 1922, ο ελληνικός στρατός και οι τοπικοί Έλληνες αντάρτες και ληστές διέπραξαν απίστευτα εγκλήματα ενάντια στον τουρκικό πολιτικό πληθυσμό στις περιοχές υπό κατοχή.
Λαμβάνοντας υπόψη τις ανησυχητικές αναφορές για θηριωδίες που διέπραξαν ο εισβολέας ελληνικός στρατός και οι τοπικές τους πέμπτες φάλαγγες, οι δυνάμεις της Αντάντ υποχρεώθηκαν να ερευνήσουν αυτά τα πολεμικά εγκλήματα ιδρύοντας μια “Επιτροπή Έρευνας”. Η Επιτροπή αναγκάστηκε να παραδεχθεί στην έκθεσή της ότι η ελληνική κατοχή, η οποία είχε δημιουργήσει μια σκηνή ωμότητας, είχε μετατραπεί σε μια ντροπιαστική εισβολή. Οι θηριωδίες καταγράφηκαν τελικά στη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, η οποία υπογράφηκε μετά την νικηφόρα ολοκλήρωση του Τουρκικού Πολέμου Ανεξαρτησίας. Το άρθρο 59 της Συνθήκης καθιέρωσε ότι οι πράξεις του ελληνικού στρατού στην Ανατολία παραβίασαν τους νόμους του πολέμου και υποχρέωσε την Ελλάδα να πληρώσει αποζημιώσεις γι’ αυτά. Με λίγα λόγια, αντίθετα με τις αβάσιμες ισχυρισμούς του ελληνικού εθνικισμού, ήταν η ίδια η Ελλάδα που ενεπλάκη σε μια βίαιη εκστρατεία εισβολής στην Ανατολία, διέπραξε απίστευτες θηριωδίες ενάντια στον τουρκικό πολιτικό πληθυσμό, και τελικά παραδέχτηκε τα εγκλήματά της και υποχρεώθηκε να αποζημιώσει βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης.
Στην επόμενη περίοδο, η Τουρκία και η Ελλάδα αποφάσισαν να αφήσουν στην άκρη την εχθρότητα και ξεκίνησαν να καλλιεργούν καλές γειτονικές σχέσεις. Η υποψηφιότητα του Ατατούρκ για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1934 από τον τότε Έλληνα Πρωθυπουργό Βενιζέλο (ο οποίος είχε επίσης υπάρξει Πρωθυπουργός κατά την διάρκεια της ελληνικής κατοχής) αποτελεί σαφή μαρτυρία αυτού του γεγονότος. Τα ιστορικά γεγονότα δεν μπορούν να αλλάξουν από πολιτική χειραγώγηση. Ούτε πρέπει να ξαναγραφτούν για να εξυπηρετήσουν κάποιες στενόμυαλες λαϊκιστικές ατζέντες. Οι προσπάθειες να προκληθεί εχθρότητα από την ιστορία δεν θα φέρουν τίποτα καλό πέρα από την υποκίνηση σύγκρουσης και μίσους μεταξύ λαών και χωρών. Τα ιστορικά επεισόδια, συμπεριλαμβανομένων των αμφιλεγόμενων, θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο μιας ψύχραιμης μελέτης από μελετητές και ιστορικούς, όχι από πολιτικούς ή προπαγανδιστές.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήθελα επίσης να υπενθυμίσω ότι η “γενοκτονία” δεν είναι μια γενική λέξη, αλλά ένας νομικός όρος που ορίζει το σοβαρότερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και πρέπει να χρησιμοποιείται με υπευθυνότητα. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1948 για τη Γενοκτονία, υπάρχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις και κριτήρια για να καθοριστεί αν συνέβη γενοκτονία (συγκεκριμένα στοιχεία, πρόθεση καταστροφής και απόφαση από αρμόδιο δικαστήριο) και κανένα από αυτά δεν ισχύει για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η κοινή λογική και η σοφία πρέπει να επικρατήσουν για να διατηρηθεί η θετική δυναμική στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας καθώς και η δημοκρατική αξιοπιστία και το κύρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αποτρέποντας τέτοια διαστρέβλωση της ιστορίας να επαναληφθεί μια και καλή. Ο Ατατούρκ και ο Βενιζέλος ήδη έθεσαν το ηθικό πρότυπο και έναν δρόμο προς τα εμπρός για να ακολουθηθεί σε αυτό το πλαίσιο».