Η διεθνής αεροπορική έκθεση Aero India 2025, που διεξάγεται από τις 10 έως τις 14 Φεβρουαρίου στην αεροπορική βάση κοντά στο Μπαγκαλόρ, φιλοξενεί ένα έντονο ελληνικό αποτύπωμα, επιβεβαιώνοντας την ισχυρή δυναμική της ελληνο-ινδικής στρατηγικής συνεργασίας. To παρακάτω άρθρο γράφεται με πληροφορίες κυρίως από DEFENCEPOINT.
Στο περίπτερο της ινδικής Garuda Aerospace, όπου παρουσιάζεται το μη επανδρωμένο αερόχημα (ΜΕΑ) MV 1000 AMARAN με εκτοξευτή ρουκετών, ένας Έλληνας επισκέπτης πρόσεξε την επιγραφή “UNDER LICENSE FROM SAS” στο πίσω μέρος της ατράκτου. Αυτό σημαίνει ότι το drone αναπτύχθηκε με άδεια της ελληνικής εταιρείας Spirit Aeronautical Systems (SAS) S.A., η οποία ειδικεύεται στη σχεδίαση, ανάπτυξη και παραγωγή ΜΕΑ για στρατιωτικές και πολιτικές εφαρμογές.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το MV 1000 AMARAN αποτελεί έκδοχο του ελληνικού ΜΕΑ Sarisa SRS-2B, το οποίο αναπτύσσει η SAS και περιλαμβάνει διάφορες εκδόσεις για στρατιωτική χρήση, μεταφορά φορτίου και έρευνα-διάσωση (SAR). Το ινδικό drone αναπτύχθηκε μέσω μεταφοράς τεχνολογίας από την ελληνική εταιρεία, αποτελώντας ουσιαστικά το ινδικό Sarisa.
Η συνεργασία μεταξύ SAS και Garuda Aerospace, που ανακοινώθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2024, βασίζεται σε τέσσερις βασικούς άξονες:
- Συμφωνία μεταπωλητή, μέσω της οποίας οι δύο εταιρείες ανταλλάσσουν προϊόντα και ενισχύουν την παρουσία τους σε διεθνείς αγορές.
- Μεταφορά τεχνογνωσίας, με στόχο την ανάπτυξη προϊόντων αιχμής που πληρούν τα υψηλότερα πρότυπα ποιότητας και απόδοσης.
- Ανταλλαγή εμπειριών και τεχνογνωσίας, συνδυάζοντας την εξειδίκευση της SAS στα οπλισμένα ΜΕΑ με την εμπειρία της Garuda Aerospace στα πολιτικά drones.
- Διασφάλιση ποιότητας, εξασφαλίζοντας την υψηλή αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα των συστημάτων.
Η Aero India 2025 αποκαλύπτει ότι μια ελληνική εταιρεία, χωρίς θόρυβο και μεγαλόστομες δηλώσεις, πέτυχε να μεταφέρει τεχνολογία σε μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες τεχνολογικά χώρες του κόσμου, διεισδύοντας σε μια τεράστια αγορά στρατιωτικών εφαρμογών.
Ωστόσο, αυτή η επιτυχία αναδεικνύει και ένα θλιβερό συμπέρασμα: οι ελληνικές αμυντικές εταιρείες που κερδίζουν την αναγνώριση στο εξωτερικό συναντούν εμπόδια και αδιαφορία στη χώρα τους. Η περίπτωση της SAS, όπως και πολλών άλλων ελληνικών ιδιωτικών εταιρειών, θα έπρεπε να αποτελέσει κίνητρο για την ελληνική πολιτεία να δημιουργήσει ένα φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, ενισχύοντας την εξέλιξη υπαρχόντων και την ανάπτυξη νέων αμυντικών προϊόντων.