Υπάρχουν διάφορες αφίσες που προτρέπουν να ψηφίσουμε το δίδυμο Harris-Walz στην γειτονιά μου αλλά υπάρχει μία που έχει κολλήσει επίμονα στο μυαλό μου με το μονολεκτικό σύνθημα : “Harris-Walz 2024 : Προφανώς”.
Και ο λόγος που έχει κολλήσει επίμονα είναι γιατί απλώς αυτό το «Προφανώς» μόνο προφανές δεν είναι στην Αμερική της εποχής Τραμπ. Αυτό που αντίθετα είναι προφανές είναι ότι οι διαιρέσεις και ο διχασμός ποτέ δεν ήταν τόσο έντονες. Παρ’ολ’αυτά, στους ακαδημαϊκούς και δημοσιογραφικούς κύκλους – τα πράγματα εξακολουθούν να είναι όπως ήταν, όταν πρωτοεμφανίστηκε ο Ντόναλντ Τραμπ : Το να μιλάς κατά του Τραμπ παραμένει προφανές, υποχρεωτικό, κάτι που υπακούει την κοινή λογική.
Μόνο που δεν μπορεί να είναι τόσο προφανές αλλιώς δεν θα ήμασταν εδώ που είμαστε. Ας δούμε λοιπόν γιατί κάποιοι αναποφάσιστοι μπορεί να μην επιλέξουν την Kamala Harris και τον Tim Walz, επιστρέφοντας εκεί όπου ξεκίνησαν όλα, στον κόσμο του 2016, τότε που οι Αμερικανοί, συνήθως απρόθυμοι να ψηφίζουν Δημοκρατικούς, άκουσαν για πρώτη φορά ότι δεν υπήρχε άλλη λογική επιλογή.
Στον κόσμο του 2016, η Χίλαρι Κλίντον έκτισε την καμπάνια της πάνω σε μία κατά κάποιο τρόπο σιωπηρή υπόσχεση. Αυτή δεν αφορούσε κάποιου είδους διακομματική μετριοπάθεια για την αντιμετώπιση της τραμπικής απειλής. Η καμπάνια της Κλίντον ήταν βασικά πιο αριστερή από του Μπαράκ Ομπάμα. Η σιωπηρή υπόσχεση ήταν ότι ακόμα κι αν διαφωνούσε κανείς με τις ελίτ των Δημοκρατικών για τις πολιτικές της, μπορούσες να τις εμπιστευτείς για τρεις βασικούς λόγους : θα απέφευγαν τις παράφρονες υπερβολές, θα διατηρούσαν την χώρα σε τροχιά σταθερότητας και θα έδειχναν πολύ μεγαλύτερο επαγγελματισμό και ικανότητα από τον Τραμπ και τους κολλητούς του.
Το πρώτο σκέλος παραβιάστηκε πρώτο πρώτο. Την εποχή του Τραμπ η προοδευτική κουλτούρα των ελίτ αγκάλιασε τον φανατισμό, υιοθετώντας ριζοσπαστικές και απίθανες ιδέες σε απίστευτο βαθμό. Ορισμένοι φιλελεύθεροι αντιστάθηκαν σε αυτόν τον εναγκαλισμό αλλά πολλοί άλλοι σιώπησαν υπό την πίεση μακαρθικών απειλών για τα προς το ζην και την υπόληψη τους. Σήμερα οι περισσότεροι φιλελεύθεροι παραδέχονται ότι τα πράγματα είχαν κάπως «ξεφύγει» αλλά επ’ ουδενί η woke υστερία δεν συγκρίνεται με την δεξιά παραφροσύνη.
Στα μάτια μου, όμως, όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από εκείνη την εποχή, τόσο πιο μεγάλη φαίνεται η ζημιά. Πως μπορεί κανείς να κάνει ότι δεν βλέπει την δραματική αύξηση των ανθρωποκτονιών όταν το προοδευτικό κατεστημένο ριζοσπαστικοποιήθηκε μετά την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και αποκήρυξε την κανονική αστυνόμευση για «αντιρατσιστικούς» λόγους ;
Στην Αμερική έγιναν mainstream πειραματικές και μη αποδεδειγμένες χημικές και χειρουργικές θεραπείες σε χιλιάδες νέους με δυσφορία φύλου, με την ενθουσιώδη υποστήριξη του ιατρικού κατεστημένου και στη συνέχεια της κυβέρνησης Μπάιντεν, επειδή οι άνθρωποι με φυσιολογικό βαθμό σκεπτικισμού φοβούνταν να κατονομαστούν ως τρανσφοβικοί.
Ακόμη και να μην μπει κανείς σε αναλύσεις δύσκολης ποσοτικοποίησης σε ζητήματα διανοητικής βλάβης ή άλλων βλαβερών συνεπειών στα σχολεία και στην κοινωνική ζωή και την ψυχική υγεία, υπάρχει ένα βασικό «σωματικό» κόστος εδώ — για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα που προτιμούν ορισμένοι προοδευτικοί — που υπονομεύει τον προοδευτικό ισχυρισμό ότι μιλάει στο όνομα της λογικής ενάντια στη λαϊκιστική παραφροσύνη.
Και υπονομεύει αυτούς τους ισχυρισμούς, ακόμη κι αν η «τρέλα» έχει περάσει προς το παρόν, γιατί είδαμε πώς συμπεριφέρθηκε ένα πρόσωπο όπως η Kamala Harris εκείνη την περίοδο. Πιστεύει αληθινά σε κάθε ιδέα που υποστήριζε στην εκστρατεία του 2020 ; Ίσως όχι. Δεν υπάρχει όμως και κανένας καλός λόγος για να πιστέψουμε ότι θα αντιστέκονταν αν ο προοδευτισμός έμπαινε ξανά σε πυρετώδη κατάσταση.
Στη συνέχεια είχαμε την αποτυχία των προοδευτικών ελίτ να προσφέρουν σταθερότητα στο εξωτερικό. Όταν ο Τραμπ εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος περιμέναμε μια περίοδο αναταραχών – διασυνοριακές εισβολές, τρομοκρατική βία, έναν συντονισμό μεταξύ των αντιπάλων μας ενάντια σε μια ταλαντευόμενη Pax Americana.
Όλα αυτά συνέβησαν — αλλά υπό την ηγεσία του Τζο Μπάιντεν, όχι του Τραμπ. Η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πιο άθλια σήμερα από ό,τι όταν ο Τραμπ άφησε την εξουσία, ο κίνδυνος ενός πραγματικού παγκόσμιου πολέμου έχει ενταθεί και το κόστος της αποσταθεροποίησης μετριέται ήδη σε χιλιάδες νεκρούς.
Δεν νομίζω ότι όλα αυτά αντικατοπτρίζουν κατ’ ανάγκην κακές αποφάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν. Αλλά συνολικά βλέπουμε μια σοβαρή αδυναμία στην «σωστή πλευρά της Ιστορίας» αυτή τη στιγμή – μια τάση για ρητορικό πληθωρισμό χωρίς αντίκρυσμα στην πραγματικότητα, μια χωλότητα στη σχέση με τους συμμάχους που θεωρούν δεδομένη την υπομονή και την προστασία μας, μία δυσκολία να καταλάβουμε πώς να διαπραγματευτούμε με τους εχθρούς αφού έχουμε περάσει τόσο πολύ χρόνο να τους καταγγέλουμε. (Πληρώνουμε ξεκάθαρα το τίμημα που χάθηκε ένα παράθυρο της εποχής του 2023 για μια ανακωχή στην Ουκρανία.)
Κάποιος θα μπορούσε να προτιμήσει την καλοπροαίρετη αδυναμία από την Τραμπιανή εναλλακτική ενός ανήθικου προέδρου αλλά είναι πιθανό η φόρμουλα Τραμπ να έδωσε καλύτερα αποτελέσματα. Την ίδια στιγμή δεν είναι καθόλου ευκρινές ότι η Χάρις είναι έτοιμη για τις δοκιμασίες που θα της υποβάλει η αποτυχημένη εξωτερική πολιτική του Μπάιντεν.
Συγκριτικά, η Χίλαρι Κλίντον ήταν σαφώς πιο σοβαρή στην υπεύθυνη χάραξη πολιτικής, ο Τζο Μπάιντεν ήταν σαφώς καλύτερος διαχειριστής και οι δύο γενικά ήταν πιο έμπειροι με τρόπους που έχουν σημασία για έναν διευθύνοντα σύμβουλο. Οσο για την επιλογή του αντιπροέδρου της Χάρις δεν μπορεί να συγκριθεί με τον JD Vance, του οποίου η απόδοσή σε συνεντεύξεις είναι απλώς εξαιρετική. Απέναντι στο μέτριο δίδυμο των Δημοκρατικών οι Ρεπουμπλικάνοι βασίζονται και στην ένθερμη υποστήριξη του ανθρώπου που είναι υπεύθυνος για την πιο επιτυχημένη start-up της Αμερικής, του οποίου οι πυραύλοι είναι αντικείμενο παγκόσμιου θαυμασμού.
5/11/24