Σοβαρό επεισόδιο σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της επιχείρησης “Rough Rider” στην Υεμένη, καθώς μαχητικό πέμπτης γενιάς F-35 των ΗΠΑ αναγκάστηκε να προβεί σε ελιγμούς αποφυγής, προκειμένου να αποφύγει πυραύλους επιφανείας-αέρος που εκτοξεύτηκαν από δυνάμεις των Houthi. Αμερικανός αξιωματούχος δήλωσε στο The War Zone πως οι πύραυλοι πλησίασαν αρκετά ώστε το αεροσκάφος να χρειαστεί να ελιχθεί, χωρίς όμως να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για το περιστατικό.
Δεν έγινε γνωστό αν επρόκειτο για έκδοση της Πολεμικής Αεροπορίας (F-35A) ή για ναυτική ή πεζοναυτική παραλλαγή (F-35B/C), ωστόσο είναι επιβεβαιωμένο πως από τον Μάρτιο αεροσκάφη F-35A της βάσης Hill έχουν μετασταθμεύσει στην περιοχή, ενώ και το αεροπλανοφόρο USS Carl Vinson επιχειρεί στην ευρύτερη θαλάσσια ζώνη με F-35C.
Το περιστατικό επιβεβαιώνει, έστω και μερικώς, προηγούμενα δημοσιεύματα των New York Times που ανέφεραν ότι κατά τον πρώτο μήνα της επιχείρησης επτά drones τύπου MQ-9 Reaper καταρρίφθηκαν, ενώ τόσο F-16 όσο και ένα F-35 πλησίασαν να πληγούν από Houthi πυραύλους. Οι απώλειες αυτές, ιδιαίτερα στην κατηγορία των UAV, είχαν άμεση επίπτωση στην ικανότητα αναγνώρισης, στοχοποίησης και συνεχούς παρακολούθησης της CENTCOM, υποβαθμίζοντας την ακρίβεια των αεροπορικών πληγμάτων.
Την ίδια περίοδο, το αεροπλανοφόρο USS Harry S. Truman έχασε δύο F/A-18F Super Hornet μέσα σε μία εβδομάδα. Το πρώτο συνετρίβη στις 6 Μαΐου κατά τη διαδικασία προσγείωσης στο κατάστρωμα, έπειτα από αποτυχημένη σύλληψη με το σύστημα αρπάγης. Ο πιλότος και ο αξιωματικός οπλικών συστημάτων διασώθηκαν από ελικόπτερο MH-60 της μοίρας HSC-11. Το δεύτερο αεροσκάφος κατέπεσε στη θάλασσα καθώς το Truman εκτελούσε ελιγμούς αποφυγής Houthi επίθεσης, χωρίς να υπάρξουν τραυματισμοί. Οι δύο αυτές επιχειρησιακές απώλειες υπογράμμισαν τη δυσκολία ασφαλούς ναυτικής αεροπορικής επιχειρησιακής δράσης υπό την πίεση ασύμμετρων απειλών.
Η επιχείρηση Rough Rider ξεκίνησε στις 15 Μαρτίου με εντολή του Προέδρου Τραμπ, σε απάντηση των Houthi επιθέσεων κατά εμπορικών και στρατιωτικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα. Στο πλαίσιο της εκστρατείας αυτής, οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποίησαν περισσότερα από 1.100 πλήγματα, χρησιμοποιώντας μεγάλες ποσότητες προηγμένων κατευθυνόμενων όπλων μακράς ακτίνας. Σύμφωνα με το NBC, το κόστος της επιχείρησης ξεπέρασε το 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Παρά την ένταση των επιχειρήσεων και τις απώλειες των Houthi, οι αμερικανικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να επιβάλουν πλήρη αεροπορική κυριαρχία.
Την ίδια ώρα, οι αυξημένες καταναλώσεις οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών μακράς εμβέλειας προκαλούσαν ανησυχίες σε στρατηγικούς κύκλους του Πενταγώνου σχετικά με τη διαθεσιμότητα αποθεμάτων, ιδιαίτερα σε σενάρια πιθανής στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στην Ταϊβάν έναντι της Κίνας. Η επιχειρησιακή κόπωση, οι ανεπαρκείς αποδόσεις και η απουσία αποφασιστικού αποτελέσματος οδήγησαν την κυβέρνηση Τραμπ να απαιτήσει συνοπτικό απολογισμό στις αρχές Μαΐου. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των New York Times, ο ίδιος ο Πρόεδρος Τραμπ, ανήσυχος για παρατεταμένη εμπλοκή, ζήτησε άμεσο έλεγχο της κατάστασης την 31η ημέρα της εκστρατείας.
Η Rough Rider, πέρα από τα μαχητικά και τα UAV, περιλάμβανε και επιχειρήσεις στρατηγικής κρούσης από βομβαρδιστικά B-2A Spirit, τα οποία επιχειρούσαν από την αμερικανική βάση στο νησί Ντιέγκο Γκαρσία στον Ινδικό Ωκεανό. Σύμφωνα με ανάρτηση της CENTCOM στις 27 Απριλίου, τα αεροπορικά πλήγματα κατέστρεψαν θέσεις διοίκησης και ελέγχου, αποθήκες προηγμένων όπλων, εργοστάσια UAV και συστήματα αντιπλοϊκών βαλλιστικών πυραύλων, πολλαπλασιάζοντας την τακτική πίεση.
Ωστόσο, η επιχειρησιακή αβεβαιότητα και η αδυναμία επίτευξης σαφούς υπεροχής ώθησαν την Ουάσινγκτον να αλλάξει τακτική. Στις 8 Μαΐου, ο Πρόεδρος Τραμπ διέταξε τον τερματισμό των επιχειρήσεων, ανακοινώνοντας την επίτευξη συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός. Η Λευκή Οίκος μέσω της εκπροσώπου Άννα Κέλλι δήλωσε ότι επρόκειτο για «μία ακόμη καλή συμφωνία για την ασφάλεια της Αμερικής», επισημαίνοντας ότι οι Houthi συμφώνησαν να σταματήσουν τις επιθέσεις κατά αμερικανικών πλοίων.
Η συμφωνία προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς –σύμφωνα με το Reuters– επετεύχθη χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του Ισραήλ, το οποίο δεν καλύπτεται από την κατάπαυση του πυρός. Η παράκαμψη ενός στενού συμμάχου σε μία τόσο κρίσιμη στρατηγική εξέλιξη γεννά εύλογα ερωτήματα για την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή και για την ερμηνεία της έννοιας της «διπλωματικής επιτυχίας».
Η Rough Rider ήταν μια από τις πλέον δαπανηρές και επιχειρησιακά αμφίρροπες αμερικανικές εκστρατείες στη Μέση Ανατολή των τελευταίων ετών. Αν και προκάλεσε σοβαρά πλήγματα στις δυνάμεις των Houthi και απελευθέρωσε μέρος της ναυσιπλοΐας στην Ερυθρά Θάλασσα, ανέδειξε τα δομικά προβλήματα στρατηγικής σχεδίασης, την αδυναμία ελέγχου του επιχειρησιακού κόστους και –ίσως το σημαντικότερο– την αυξανόμενη επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα ενός υποστηριζόμενου από το Ιράν ασύμμετρου δρώντα.
Η κατάπαυση πυρός αποτελεί προσωρινή ανακούφιση, αλλά όχι στρατηγική λύση. Η Διοίκηση των ΗΠΑ και οι Ένοπλες Δυνάμεις θα κληθούν άμεσα να αξιολογήσουν εάν το δόγμα προβολής ισχύος παραμένει βιώσιμο σε ένα περιβάλλον υψηλής απειλής και πολλαπλών μετώπων, με την Κίνα και την Ταϊβάν να βρίσκονται ήδη στον ορίζοντα.