
Ο Θανάσης Βασιλακόπουλος είναι τελειόφοιτος μεταπτυχιακών Σπουδών Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικής και έχει υπηρετήσει στην Κέντρο Εκπαίδευσης Ειδικών Δυνάμεων
Του Θανάση Βασιλακόπουλου
Την Τρίτη 23 Ιανουαρίου του 2024, η τουρκική εθνοσυνέλευση μετά από σχετική ψηφοφορία επικύρωσε τελικά το σχετικό νομοσχέδιο για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ(το κόμμα της Αξενέρ και το φιλοκουρδικό κόμμα καταψήφισαν). Δύο ημέρες αργότερα ο Τούρκος πρόεδρος με το νόμο 7492 υπέγραψε το πρωτόκολλο προσχώρησης της σκανδιναβικής χώρας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, προλειαίνοντας το έδαφος για την άρση των κυρώσεων και την τελική προμήθεια των F-16 από τις ΗΠΑ. Για να καμφθεί ολοκληρωτικά το veto της Τουρκίας, απομένει ένα τελικό στάδιο.
Σύμφωνα με το καταστατικό της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας(ΝΑΤΟ) το τελικό έγγραφο της διαδικασίας δηλαδή το έγγραφο επικύρωσης πρέπει να κατατεθεί στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Αυτό είναι και το τελευταίο χαρτί διαπραγμάτευσης για την Τουρκία με το οποίο σκοπεύει να πιέσει την Ουάσιγκτον, εφόσον οι διαδικασίες για τα F-16 συναντήσουν εμπόδια. Αν τα δεδομένα κυλίσουν ομαλά, η Βορειοατλαντική Συμμαχία θα περιμένει από την Ουγγαρία να είναι το τελευταίο κράτος-μέλος του οργανισμού που θα άρει το veto του.
Σύμφωνα με τους New York Times, την επομένη της επικύρωσης από την τουρκική εθνοσυνέλευση, ο πρόεδρος Μπάιντεν με σχετική επιστολή σε τέσσερα ανώτερα μέλη του Κογκρέσου(δύο ρεπουμπλικάνους και δύο δημοκρατικούς), ζήτησε να εγκριθεί άμεσα η πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 ύψους 20 δισ. δολαρίων στην Τουρκία. Παρόλο όμως τη βιασύνη του Λευκού Οίκου, διαφαίνεται πως στο Κογκρέσο οι γερουσιαστές παρουσιάζονται διστακτικοί στην άρση των κυρώσεων απέναντι στη Τουρκία. Θυμίζουμε πως η αγορά εκ μέρους της Τουρκίας του συστήματος S-400 από τη Ρωσία είχε οδηγήσει την τότε κυβέρνηση Τράμπ στη χρήση της «Πράξης Αντιμετώπισης των Εχθρών Αμερικής Μέσω Κυρώσεων(Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act)», η οποία προέβλεπε κυρώσεις σε όποια χώρα ή οντότητα αγόραζε οπλικά συστήματα της Ρωσίας, του Ιράν και της Βορείου Κορέας.
Έτσι οι ΗΠΑ προχώρησαν στον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα παραγωγής των μαχητικών 5ης γενιάς F-35. Αργότερα, οι επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα έφεραν και την απαγόρευση πώλησης όσο και αναβάθμισης των τουρκικών μαχητικών F-16 από τις ΗΠΑ. Εκ τότε με κύρια πηγή «αντίστασης» τον γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ, το Κογκρέσο πρόβαλε εναντίωση στις όποιες σκέψεις του Λευκού Οίκου για τελική πώληση 40 νέων μαχητικών F-16, εκσυγχρονισμό άλλων 80 περίπου και προμήθειας ανταλλακτικών για τον ήδη υπάρχοντα στόλο της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Για καλή τύχη της ελληνικής πλευράς, παρά την απομάκρυνση του γερουσιαστή Μενέντεζ, αρκετά μέλη του Κογκρέσου παρουσιάζονται ιδιαίτερα σκεπτικά απέναντι στην Τουρκία. Μάλιστα, πίεση στα μέλη του Κογκρέσου ασκείται και από οργανώσεις που εγείρουν σημαντικές ανησυχίες για την επερχόμενη άρση των αμερικανικών απαγορεύσεων. Πιο συγκεκριμένα, με επιστολή στα ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας και της Επιτροπής Διεθνών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, ομάδα οργανώσεων, γνωστή και ως «Ο συνασπισμός για τα μαχητικά», έκανε λόγο για «τουρκικό εκβιασμό» ζητώντας από τους νομοθέτες να εξετάσουν ενδελεχώς τις τελευταίες λεπτομέρειες για τη πιθανή πώληση μαχητικών F-16 στην Τουρκία.
Ακόμα τους καλούν να διασφαλίσουν «ότι τα αμερικανικά όπλα δεν χρησιμοποιούνται από την Τουρκία εναντίον αμερικανικών συμφερόντων, συμμάχων, εταίρων ή αξιών». Τηνεπιστολή υπογράφουν : Συμβούλιο Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC), American Friends of Kurdistan, Armenian National Committee of America, Hindu American Foundation, In Defense of Christians, Middle East Forum. Σημαντικό είναι να αναφερθεί πως η επιστολή του προέδρου Μπάιντεν προς τους νομοθέτες του Κογκρέσου, έχει συμβουλευτικό και όχι υποχρεωτικό χαρακτήρα.
Βλέπουμε λοιπόν πως το «ανατολίτικο παζάρι» του προέδρου Ερντογάν, που ξεκίνησε από την έξοδο του Oruc Reis το 2020 και συνεχίστηκε με την ενδεχόμενη ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, φαίνεται να αποδίδει καρπούς, μιας και το veto που ασκούσε στην ένταξη της Φιλανδίας και της Σουηδίας στη Συμμαχία μετέβαλε τις ισορροπίες στον οργανισμό, δίνοντας ένα σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί στις επιδιώξεις της τουρκικής πλευράς. Η πίεση που ασκείται στην κυβέρνηση Μπάιντεν, τόσο από την συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία όσο και από την ανάγκη διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, φαίνεται πως κάμπτει τις όποιες αντιρρήσεις των ΗΠΑ. Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν η «Διακήρυξη των Αθηνών» και η αλλαγή ρητορικής του Τούρκου προέδρου που για αρκετούς αξιωματούχους στην Ουάσιγκτον διευκολύνουν τις σχέσεις του τρίπτυχου ΗΠΑ-Ελλάδα-Τουρκία.
Η Ερντογανική Τουρκία όλο αυτό το διάστημα με τις κινήσεις της, δημιουργεί μια πολυεπίπεδη πραγματικότητα αλληλοεπιδρώντας με διαφορετικούς και αποκλίνοντες μεταξύ τους δρώντες (Ιράν, Ρωσία, Ουκρανία, ΝΑΤΟ, ΗΠΑ κ.α.) παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως τη διαπεριφερειακή δύναμη που έχει πάντα σημαντικό λόγο στις διεθνείς εξελίξεις. Όπως είδαμε και από την σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Όντας αιχμάλωτη της γεωγραφίας, συνεχίζει να διαπραγματεύεται τη θέση της ενώ παράλληλα, γνωρίζοντας τα ζητήματα που καίνε τον συνομιλητή της δημιουργεί συνθήκες πολιορκίας για εκείνον με απώτερο σκοπό να εξασφαλίσει τους στόχους της. Το έκανε με την Ε.Ε. και το μεταναστευτικό, το κάνει τώρα με τις ΗΠΑ και την υπόθεση της Σουηδίας. Η πολιτική του Ερντογάν κάμπτει τις αντιρρήσεις των Αμερικανών και παρόλο που διαμηνύεται πως τα μαχητικά F-16 δεν θα χρησιμοποιηθούν έναντι συμμαχικών δυνάμεων (βλ. Ελλάδα), το πρόσφατο παρελθόν καθώς και το αμετάβλητο αναθεωρητικό δόγμα της Άγκυρας υποδουλώνουν μάλλον το αντίθετο.
Η τελική συμφωνία Τουρκίας-ΗΠΑ, μέλει να επιβεβαιώσει τη θεώρηση πως η Ουάσιγκτον βλέπει την νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ (Ελλάδα – Μικρασιατικά παράλια) ως ενιαίο χώρο όπου η Ελλάδα είναι το κλειδί και η Τουρκία η κλειδαριά. Οποιαδήποτε σκέψη από πλευράς Αθήνας για τουρκική απομόνωση και μονομερή αμερικανική στήριξη στην Ελλάδα χρίζει άμεσης αναθεώρησης. Η στάση των ΗΠΑ προσδίδει στη φράση του Λόρδου Πάλμερστον πως «δεν υπάρχουν σταθερές φιλίες παρά μόνο σταθερά συμφέροντα» διαχρονική αξία. Δεδομένου των παραπάνω, η ελληνική πλευρά καλείται να αντιληφθεί το ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ως τον κύριο πυλώνα σταθερότητας και να δομήσει την εθνική της στρατηγική με γνώμονα πρωτίστως το εθνικό της συμφέρον. Καλείται παράλληλα, να εκμεταλλευτεί τα «κενά» που δημιουργούνται στο διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα ώστε να είναι εκείνη που θα οδηγεί τις εξελίξεις και δε θα οδηγείται από αυτές.