Ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Γιάννης Κεφαλογιάννης έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα «Βραδυνή της Κυριακής», όπου αναφέρθηκε σε θέματα όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η συνδρομή των Ενόπλων Δυνάμεων στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών, η στελέχωση των νοσοκομείων των νησιών με στρατιωτικούς γιατρούς και το ιστορικό χαμηλό που σημειώθηκε φέτος στις στρατιωτικές σχολές.
Συγκεκριμένα, για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, επισήμανε ότι η μαρτυρία της παρουσίας τουρκικών αλιευτικών στα ελληνικά ύδατα καταδεικνύει τόσο το θετικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί όσο και τα όρια αυτού, με την έκδοση βίζας να τριπλασιάζει τους Τούρκους επισκέπτες στα ελληνικά νησιά. Παράλληλα, ανέφερε ότι υπάρχουν αντιθέσεις σε ζητήματα όπως η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα, ενώ τόνισε ότι αξιοποιείται το παράθυρο ευκαιρίας για την επίλυση των διαχρονικών διαφορών, στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Όσον αφορά τη συνδρομή των Ενόπλων Δυνάμεων στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών, υπογράμμισε την ανάγκη συνεχούς αξιολόγησης και προσαρμογής των μηχανισμών αντιμετώπισης, λόγω της αυξημένης συχνότητας και έντασης των πυρκαγιών φέτος, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Για τη Διοίκηση Κατασκευών και Αντιμετώπισης Φυσικών Καταστροφών (ΔΙ.Κ.Α.Φ.ΚΑ), σημείωσε ότι επιδιώκεται η βελτιστοποίηση της συνδρομής στις επιχειρήσεις πολιτικής προστασίας και η ταχύτατη απόκριση σε περιστατικά.
Σχετικά με τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ και την επίδρασή τους στα εξοπλιστικά προγράμματα, εξέφρασε την άποψη ότι οι διμερείς σχέσεις δεν θα επηρεαστούν, καθώς στηρίζονται σε κοινές αξίες για σταθερότητα και ασφάλεια. Στην ερώτηση για τη στελέχωση των νοσοκομείων στα νησιά με στρατιωτικούς γιατρούς, τόνισε τη σημασία της προσφοράς των Ενόπλων Δυνάμεων στην υγειονομική κάλυψη των μικρών νησιών, υπογραμμίζοντας την ευθύνη που νιώθουν τα στελέχη απέναντι στους πολίτες.
Τέλος, αναφέρθηκε στο ιστορικό χαμηλό των στρατιωτικών σχολών, επισημαίνοντας ότι ο οικονομικός παράγοντας και η αύξηση του κόστους ζωής είναι σημαντικοί λόγοι, αλλά τόνισε την ανάγκη παρέμβασης σε θέματα όπως οι συνθήκες εργασίας και η μέριμνα για τα στελέχη, καθώς και η ανάγκη για καλύτερη επικοινωνία αυτών των θεμάτων προς τους ενδιαφερόμενους.